5.4.12

Η κατασκευή της ιστορικής μνήμης μέσα από το μάθημα της ιστορίας: Το παράδειγμα των Ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών σχολικών βιβλίων ιστορίας



Όταν ο Ρ. Ντενκτάς ανακοίνωσε στις 23 Απριλίου τα νέα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (Μ.Ο.Ε.) που αφορούσαν στη διακίνηση ατόμων και αγαθών από τα κατεχόμενα προς τις ελεύθερες περιοχές η Ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη αποδείχτηκε πολύ ωριμότερη από την ηγεσία της και τα ΜΜΕ[1]. .
Όσοι θέλησαν να επωφεληθούν των μέτρων, και ήταν ανέλπιστα πολλοί και από τις δύο πλευρές, καθώς διέσχιζαν τη γραμμή που χωρίζει τον τόπο τους στα δύο, μπορούσαν να διαβάσουν και στις δύο πλευρές την ίδια φράση γραμμένη στα ελληνικά και στα τουρκικά:
 «Δεν ξεχνώ», «Unutmam”.
Αυτή η επιμονή στην εθνική μνήμη, η οποία εξ ορισμού είναι επιλεκτική, καλλιεργήθηκε για δεκαετίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ. Έμαθε τους Κυπρίους να μισούν τον «Άλλο» και καλλιέργησε τον πιο διαδεδομένο μύθο στο νησί: «οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, εξαιτίας των πικρών ιστορικών γεγονότων που έχουν ζήσει».
Οι δύο κοινότητες πλέον καλούνται να διασταυρώσουν τις μνήμες τους ή ακόμα καλύτερα να διασταυρώσουν τις μνήμες τους κοιτώντας με ένα κριτικό μάτι αυτά που κλήθηκαν να μάθουν μέσα από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας που εξετάζουμε παρακάτω για να επανεξετάσουν τι πραγματικά δεν πρέπει να ξεχνούν.

Kibris Tarihi, (Η ιστορία της Κύπρου)

Από τις πρώτες σελίδες  του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρει ΄΄ότι η Κύπρος-γεωγραφικά και γεωλογικά- είναι μια προέκταση της Ανατολίας και δίνει έμφαση στην σημασία της Κύπρου για την Τουρκία αντιπαραβάλλοντας την αδιαφορία της Ελλάδας για το νησί και την έλλειψη ιστορικών δεσμών με αυτό. Κάνει επίσης σαφές πως οι Έλληνες οι οποίοι ζουν στη Κύπρο, απλά δεν είναι Έλληνες. Ιδού μία σύγκριση της σημασίας της Κύπρου για την Ελλάδα και την Τουρκία:
«Η Κύπρος ελέγχει τα νότια λιμάνια της Τουρκίας. Σε περίπτωση Ρωσικής απειλής, ο τουρκικός στρατός μπορεί να χτυπηθεί από τρία διαφορετικά μέτωπα και μπορεί να αναζητήσει βοήθεια μόνο από τα νότια λιμάνια της Τουρκίας[2]. Οι πρόγονοί μας κατέκτησαν την Κύπρο το 1571 με κόστος τη ζωή 80000 μαρτύρων. Οι Τούρκοι είχαν τον έλεγχο της Κύπρου μέχρι το 1878, για τρεις αιώνες, και συμπεριφέρονταν στους ντόπιους πληθυσμούς με πολύ καλό τρόπο. Έφεραν ελευθερία και δικαιοσύνη στο νησί. Οι Τούρκοι ανέπτυξαν την Κύπρο και κατασκεύασαν τόσα πολλά μνημεία, τα οποία προσέδωσαν στην Κύπρο τον τουρκικό χαρακτήρα. Εν ολίγοις, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η Κύπρος είναι ιστορικά, γεωγραφικά, στρατηγικά και οικονομικά, συνδεδεμένη με την Ανατολία και αποτελεί μέρος της Μικράς Ασίας» (σελ. 7)
Ο συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας ότι η Κύπρος δεν είχε ποτέ καμία στρατηγική ή ιστορική σημασία για την Ελλάδα. Οι Έλληνες ουδέποτε διοίκησαν την Κύπρο. Το γεγονός ότι δημιούργησαν στην αρχαιότητα κάποιες αποικίες εκεί για οικονομικούς λόγους δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα επί του νησιού:
«Η Κύπρος απέχει 600 μίλια από την Ελλάδα. Επιπλέον η Κύπρος δεν έχει ούτε γεωγραφική ούτε στρατηγική σημασία για την Ελλάδα. Οι Έλληνες, οι οποίοι υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο, δεν είναι Έλληνες. Είναι, πράγμα που αποδέχονται πολλοί ξένοι ιστορικοί, απομεινάρια, κατάλοιπα των διαφορετικών εθνών που κατέλαβαν την Κύπρο δια μέσου της ιστορίας. Γι’ αυτό, η Ελλάδα με αυτή την έννοια [ο συγγραφέας μάλλον εννοεί την εθνική έννοια] δεν έχει τίποτα να κάνει με την Κύπρο. ¨Όμως, όπως είναι ευρέως γνωστό, η Ελλάδα μέσα στο γενικότερο παραλήρημά της για τη Μεγάλη Ιδέα, προσπαθεί να αποκτήσει την Κύπρο. Αυτή η προσπάθεια είναι συνεχής, από το 1878, και μάλιστα ακολουθεί αυξητική πορεία. Όμως, και ας το πούμε από τώρα, όσο υπάρχει η Μεγάλη Τουρκική μητέρα πατρίδα, αυτά τα όνειρα ποτέ δεν θα γίνουν πραγματικότητα και θα μείνουν όνειρα θερινής νυκτός» (σελ. 7/8)
Ήδη από αυτές τις περικοπές, καταλαβαίνει κανείς το πλαίσιο στο οποίο κινείται ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο των 160 σελίδων: «Η Κύπρος είναι Τουρκική», «Οι Έλληνες ουδέποτε είχαν την Κύπρο υπό την κυριαρχία τους», «Οι Έλληνες της Κύπρου δεν είναι Έλληνες». Στις επόμενες σελίδες, ο συγγραφέας αναπτύσσει την θεωρία του δίνοντας την δική του ερμηνεία για την Ελληνική γλώσσα η οποία προήλθε από την Χριστιανική Ορθόδοξη θρησκεία στην Κύπρο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η επιβολή από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 6ο αιώνα της Ελληνικής ως επίσημης γλώσσας είχε σαν στόχο την ενοποίηση του μεικτού κυπριακού πληθυσμού υπό μία κοινή γλώσσα και θρησκεία. Να πως ένας μεικτός πληθυσμός, που τίποτα δεν έχει να κάνει με την ελληνικότητα έφτασε στο σημείο να θεωρεί εαυτόν Έλληνα» (σελ. 25)
Με αυτές τις σκέψεις καταργεί τους Έλληνες της Κύπρου και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματά τους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποζητούν την Ένωση, και η Κύπρος είναι Τουρκική επειδή οι Οθωμανοί-ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αδιακρίτως τους όρους Τούρκος και Οθωμανός- διοίκησαν την Κύπρο για τρεις αιώνες και 80.000 Οθωμανοί στρατιώτες πέθαναν και έγιναν μάρτυρες κατά τη διάρκεια της κατάκτησης του νησιού το 1571. Όπως λέει και ένας διάσημος Τούρκος εθνικός ποιητής: « Η χώρα γίνεται πατρίδα μόνο όταν υπάρχουν άνθρωποι διατεθειμένοι να πεθάνουν για το χατίρι της[3]» (σελ. 27)
Η «πλατειαστική στρατηγική» του συγγραφέα είναι εμφανής με την έμφαση και την επανάληψη στους «80.000 μάρτυρες»[4] Έχουμε ένα τυπικό παράδειγμα της αιχμαλώτισης της ιστορίας στο εθνικό συμφέρον. Ας μην ξεχνάμε και την φράση του Homi Bhabha, ότι τα έθνη είναι σαν τους «αφηγητές», οι οποίοι λένε στους εαυτούς τους και τους άλλους ιστορίες για το ποιοι είναι και από πού έχουν έρθει. Η ιστορία και το έθνος είναι αδιαχώριστα. Ο σκοπός αυτής της κινητοποίησης της ιστορίας είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης. Δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ένα μάθημα ιστορίας με την έννοια της ακριβούς εξιστόρησης των περασμένων. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «μυθιστορηματική ιστορία» με την έννοια ότι γράφεται για να δημιουργήσει ταυτότητα και να θέσει αξίες, και να περιγράψει τον κόσμο στον οποίο αυτή η ταυτότητα και οι αξίες δοκιμάζονται.[5]
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Κύπρος υπό Οθωμανική Διοίκηση ήταν ένας παράδεισος δικαιοσύνης και ελευθερίας, αλλά η «αχάριστη» Ορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου «εκμεταλλεύτηκε την ανοχή και πρόδωσε την καλοσύνη των Τούρκων και επαναστάτησε ενάντια στην Τουρκική Διοίκηση». Γι’ αυτό τον λόγο, σκοτώθηκαν ο Αρχιεπίσκοπος και άλλοι επίσκοποι το 1821» (σελ. 70/71)
Για τον συγγραφέα, η Βρετανική περίοδος στο νησί χαρακτηρίζεται από τις ελληνικές εξεγέρσεις για την ένωση με την Ελλάδα:
«Όταν η Οθωμανική Διοίκηση αντικαταστάθηκε από την Βρετανική, οι Ελληνοκύπριοι ξεκίνησαν εκστρατεία ένωσης με την Ελλάδα. Η τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ επετέθη το 1955 κατά των Ελλήνων, που δεν επιθυμούσαν την ένωση, των Βρετανών και των Τούρκων. Αυτό οδήγησε σε διακοινοτική σύρραξη» (σελ. 90/91)
«Όταν εγκαθιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960, οι Έλληνες ετοίμασαν ένα σχέδιο γενοκτονίας με σκοπό να σφαγιάσουν όλους τους Τούρκους, για να εξασφαλίσουν την ένωση» (σελ. 105 και 113)
«Στο τέλος του 1963, οι Έλληνες, για αυτό το σκοπό (δηλ. την Ένωση, επιτέθηκαν στους Τούρκους, και έδωσαν παραδείγματα μοναδικής βαρβαρότητας, που σπάνια μπορεί να συναντήσει κανένας στην παγκόσμια ιστορία» (σελ. 114)
«Το 1964 η Τουρκία έστειλε πολεμικά αεροπλάνα στην Κύπρο. Οι άνανδροι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι εξαφανίστηκαν. Τα 34 υπό τουρκική σημαία πολεμικά αεροπλάνα έκαναν τους Έλληνες και Ελληνοκυπρίους να φτύσουν αίμα» (σελ. 118/119)
«Το 1967, οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι επιτέθηκαν και λεηλάτησαν δύο τουρκικά χωριά. Οι βάρβαροι Έλληνες βασάνισαν και σκότωσαν τους Τούρκους. Ανάμεσα στα νεκρά σώματα, μερικά ήταν κομμένα κομματάκια» (σελ. 123)
«Καθώς οι Έλληνες προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν την Ένωση το 1974, η Τουρκία επενέβη για να την ματαιώσει. Οι Έλληνες οι οποίοι κάποτε αντιστάθηκαν στους Ιταλούς λέγοντας «ΟΧΙ» προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αυτή τη φορά με τους Τούρκους. Όμως είχαν ξεχάσει ένα σημείο: μπροστά τους, δεν υπήρχαν Ιταλοί αλλά ΤΟΥΡΚΟΙ» (σελ. 132)
«Όταν άρχισαν οι Τουρκικές επιχειρήσεις οι Έλληνες έδωσαν μοναδικά δείγματα βαρβαρικής συμπεριφοράς απέναντι στα ανυπεράσπιστα τουρκικά χωριά. Έθαβαν ζωντανούς, χωρίς διάκριση, παιδιά, γυναίκες, άνδρες, γέροντες.» (σελ. 134)
Η ιστορία, ή καλύτερα η αφήγηση, τελειώνει πανηγυρικά. Ο συγγραφέας περιγράφει τη νίκη του Τουρκικού στρατού στην Κύπρο του Αύγουστο του 1974, που οδήγησε στην de facto διχοτόμηση του νησιού. Ιδού πως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας τον μεγάλο θρίαμβο: «Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (του Τουρκικού στρατού), οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις γονάτισαν μπροστά στο κοφτερό ξίφος που κρατούσαν τα φανταράκια μας[6], σκορπίστηκαν και κατέρρευσαν. Αυτές ήταν λοιπόν, οι ορδές των Λεβαντίνων, για τους οποίους ο Γρίβας και ο Μακάριος έλεγε ότι είναι εγγόνια των Ελλήνων και θεωρούνταν αήττητοι και οι οποίοι μπορούσαν να σκοτώσουν μόνο ανυπεράσπιστους Τούρκους. Δεν τους είχαν άλλωστε ρίξει στη θάλασσα οι πατεράδες του ίδιου έθνους στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 στη Σμύρνη; Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται. Αυτή τη φορά, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις νίκησαν τον Ελληνικό ιμπεριαλισμό στην Τουρκική Κύπρο» (σελ. 135).
Εν ολίγοις, το παρελθόν είναι μια ισχυρή πηγή νομιμοποίησης για εκείνους οι οποίοι θα άλλαζαν το παρόν για ένα νέο μέλλον[7]. Η διχοτόμηση της Κύπρου, ως «το νέο μέλλον», η οποία προβάλλεται ως εθνικός στόχος, από τον Τουρκικό εθνικισμό στην Κύπρο, οδηγεί τον συγγραφέα να «φορτίσει» την ιστορία συνδέοντας παρελθόν-παρόν-μέλλον σε μια εθνική διήγηση, με τον πιο επιλεκτικό τρόπο, ο οποίος με τη σειρά του, εξυπηρετεί την νομιμοποίηση αυτού του «νέου μέλλοντος»[8], δηλαδή της διχοτόμησης.


Vehbi Zeki Serter, Kibris Türk Mücadele Tarihi “History of the Turkish-Cypriot struggle” 1

Η εισαγωγή ξεκινά επισημαίνοντας ότι:
            «Για τον κάθε έλληνα που πέθανε για την ένωση της Κύπρου για την Ελλάδα, πέθανε και ένας Τούρκος για να την αποτρέψει[9]»
            «Η Κύπρος ήταν για 307 χρόνια υπό τουρκική κυριαρχία, ενώ ποτέ υπό ελληνική. Για το χατίρι της Ένωσης και της Μεγάλης Ιδέας, χύθηκε πολύ αίμα, γιατί η μικρή και ασήμαντη Ελλάδα υποστήριξε τους ελληνοκυπρίους για την Ένωση. Οι Τούρκοι της Κύπρου σώθηκαν από τη Μητέρα Πατρίδα Τουρκία.
Το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι της Κύπρου ενώθηκαν με την Μητέρα Πατρίδα τους, την οποία νοσταλγούσαν με πάθος όλα αυτά τα χρόνια. Οι Τούρκοι της Κύπρου θα συνεχίσουν τον ιερό αγώνα τους στο δρόμο του Μεγάλου Ατατούρκ, μέχρι το τέλος, με την υποστήριξη της Μητέρας Πατρίδας τους Τουρκίας και θα επιτύχουν»
Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα με το προηγούμενο βιβλίο, παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο: «Η Κύπρος είναι Τουρκική! Ο Ελληνοκυπριακός αγώνας για ένωση είναι παράνομος και βάρβαρος. Η ΕΟΚΑ ήταν ένα καθαρά τρομοκρατικό κίνημα. Όπως και νά’ χει η Κύπρος είναι και θα παραμείνει Τουρκική» (σελ. 61)
Σε κάποια σημεία ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να συμβουλεύσει τους Έλληνες να κάτσουν φρόνιμα αν δε θέλουν να μπουν σε περιπέτειες: «Λέω στους Έλληνες, οι οποίοι απειλούν συνέχεια την παγκόσμια ειρήνη, ότι εξαιτίας της Κύπρου κάποιος θα αιμορραγήσει. Οπωσδήποτε αυτός δεν θα είναι οι Τούρκοι αλλά το ελληνικό έθνος, που κάποτε λέρωσε με το αίμα του τα πεδία της Σμύρνης» (σελ. 63)
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ευθύνη για τα Τουρκικά έκτροπα εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης το 1955 βαραίνει την Ελληνική πλευρά, επειδή αυτοί δημιούργησαν τέτοιο μίσος ανάμεσα στους Τούρκους (σελ. 70)
Όσον αφορά στους φόνους που συνέβησαν στις δύο κοινότητες, ο συγγραφέας αναφέρεται στα θύματα Τούρκους και στους επιθετικούς και βάρβαρους Έλληνες (σελ. 73). Δεν διστάζει μάλιστα να πάρει καθαρά πολιτική θέση κρίνοντας τα γεγονότα με έναν μάλλον μανιχαϊστικό τρόπο. Γράφει ότι «Η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους στην Κύπρο το 1960 ήταν λάθος. Η γνώμη μου είναι ότι η καλύτερη λύση για το Κυπριακό είναι η διχοτόμηση του νησιού» (σελ. 140)


2ος τόμος
Στο δεύτερο τόμο ο συγγραφέας ασχολείται με τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία και με τις διακοινοτικές διαμάχες οι οποίες ξέσπασαν στα τέλη του 1963 και συνεχίστηκαν το 1964. Για τον συγγραφέα οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν τίποτε άλλο στο μυαλό τους παρά το πως θα σφάξουν τους Τουρκοκυπρίους, και γι’ αυτό το σκοπό, κατέστρωσαν ακόμη και σχέδιο. Το βιβλίο διηγείται ιστορίες για τους «κακομαθημένους Έλληνες»[10] που σκότωναν τους Τούρκους προκειμένου να επιτύχουν την Ένωση, και τους «Τούρκους ήρωες» που ανθίσταντο ηρωϊκά σε αυτή.
Για άλλη μια φορά βλέπουμε τη σύγκρουση του καλού και του κακού: « Οι Έλληνες βλέπουν όνειρα και είναι ψεύτες επειδή ο Έλληνας σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ζητά ΚΑΤΙ. Ζητά δολάρια από την Αμερική και λίρες από την Αγγλία. Ζητά χρήματα, ζητά εδάφη. Για παράδειγμα από την γείτονά του Αλβανία, ζητά την Ήπειρο, από τη Βουλγαρία ζητά τη Μακεδονία. Στο παρελθόν ζήτησε από την Τουρκία όλη τη Δυτική Μικρά Ασία. Τώρα ζητά την Κύπρο. Αν αύριο ζητήσει την Αίγυπτο επειδή υπάρχουν κάποιοι Έλληνες εκεί, μην εκπλαγείτε […] Για να υπερασπίσουμε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας, θα αντισταθούμε σε σένα Έλληνα. Και γι’ αυτό το σκοπό, αν δεν βρούμε ένα κοντάρι ή μία πέτρα, θα πάρουμε στο χέρι τα κόκαλα των 80.000 μαρτύρων μας που πέθαναν γι’ αυτή τη χώρα, και αντιστάθηκαν σε σένα» (σελ. 81/82)
Παρόμοιες παραθέσεις και διαπιστώσεις απαντώνται συχνά στο βιβλίο. Οι 80000 μάρτυρες είναι η σαφής απόδειξη της «τουρκικότητας» της Κύπρου. Και ο Τουρκικός αγώνας εναντίον της Ένωσης παίρνει τη δύναμή του από αυτούς τους ήρωες αλλά και ο εθνικός αγώνας για τη διχοτόμηση του νησιού αναζητά τη νομιμοποίησή του κυρίως στους Οθωμανούς στρατιώτες οι οποίοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Κύπρου το 1571. Η λογική που εφαρμόζεται είναι απλή: «Όπου το Τουρκικό αίμα χύθηκε, ο τόπος ανήκει στο Τουρκικό Έθνος[11]».


Ιστορία της Κύπρου Μεσαιωνική-Νεώτερη

          Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου αυτού, το οποίο διδάσκεται στο Λύκειο, αφιερώνονται στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας στο νησί. Η προσπάθεια των συγγραφέων είναι έκδηλη: με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία επισημαίνεται και αποδεικνύεται η ελληνικότητα της Κύπρου: «Η γραπτή γλώσσα (την εποχή της Φραγκοκρατίας), παρόλο που εγκατέλειψε τη λόγια πνευματική παράδοση και νοθεύτηκε με πλήθος γαλλικών λέξεων, έμεινε ελληνική αφού ντύθηκε διαλεκτικό ένδυμα. Έτσι αποβαίνει η πρώτη γραπτή διαλεκτική μορφή της ελληνικής γλώσσας που κυριαρχεί σε όλους τους τομείς του γραπτού λόγου του νησιού: νομοθεσία, επίσημα έγγραφα, χρονογραφία, ποίηση» (σελ.45)
Το μεγαλύτερο μέρος των σελίδων που αναφέρονται στη Τουρκοκρατία αναλώνονται στην έλευση των Τουρκικών πληθυσμών στο νησί. Σύμφωνα με τους συγγραφείς τον πυρήνα της μουσουλμανικής κοινότητας απετέλεσαν οι 3.000 στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στο νησί με την τουρκική κατάκτηση και ένα πλήθος Ελλήνων που εξισλαμίστηκαν είτε για να ζήσουν καλύτερα είτε με τη βία (παιδομάζωμα): «Εξισλαμισμοί χριστιανών συνέβησαν σε διάφορες περιόδους της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της κακοδιοίκησης, της βαριάς φορολογίας, των φυσικών θεομηνιών, των αποτυχημένων εξεγέρσεων κλπ.»(σελ. 154-155)
«Στους αναλυτικούς πίνακες των καταστίχων της Αρχιεπισκοπής του 1825 αναγράφονται 28 περιπτώσεις φορολογικής απαλλαγής χριστιανών ραγιάδων από το χαράτσι γιατί «ετούρκεψαν». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το γεγονός αυτό αφορούσε οικογενειάρχες, υπολογίζεται ότι εξισλαμίστηκαν 140 πρόσωπα σε ένα χρόνο». (σελ. 156-157)
Βέβαια πολλοί από αυτούς συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους και θέλησαν πικρά μετανοιωμένοι να επανέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας, αλλά «δεν υπήρξε ενθάρρυνση από την εκκλησία η οποία τότε αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα» (σελ. 159)
Που θέλουν να καταλήξουν όλα αυτά; Στο σχολικό εγχειρίδιο δεν αναφέρεται ρητά αλλά υπάρχουν πλήθος παραθέματα άλλων συγγραφέων που στοχεύουν στο εξής ένα: να αποδείξουν ότι στο βάθος και οι Τουρκοκύπριοι είναι Έλληνες που μέσα από μία σειρά ατυχών περιστατικών, συμπτώσεων και ιστορικών συγκυριών έχασαν την ελληνικότητά τους. Πρόκειται για ουσιαστική άρνηση της ταυτότητας του «άλλου». Ο «άλλος» απλά δεν υπάρχει, η ταυτότητά του όχι μόνο δεν γίνεται αποδεκτή αλλά ούτε καν αναγνωρίζεται[12].[13]
«Παρόμοιους μαζικούς εξισλαμισμούς με αιτία τις κακές καιρικές συνθήκες (σεισμούς, ανομβρίες κλπ) σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία περιγράφει ο Ρώσος περιηγητής Μπάρσκι στα 1732.» (Σαμαρά Π., (1987) Η ελληνική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων, σελ.17-18) (σελ. 156). Από το ίδιο βιβλίο παρατίθεται απόσπασμα όπου αποδεικνύεται ότι ακόμα και τα τουρκικά στρατεύματα αποτελούνταν από άνδρες ελληνικής καταγωγής(!!): «Όμως η ιστορία βοά για την ελληνικότητα των περιοχών αυτών, όπου και σήμερα ακόμα συναντά κανείς χιλιάδες κρυπτοχριστιανών ελληνικής καταγωγής (εν. περιοχές της Μ. Ασίας)Μα αν οι στρατιώτες πήραν για συζύγους Ελληνίδες, για να μη νοθευτεί η φυλή τους ετούτο δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι και οι ίδιοι κατάγονταν από εκεί. Ήσαν δηλαδή γενίτσαροι των περιοχών εκείνων ή ακόμη και απόγονοι εκτουρκισμένων ελλήνων του Πόντου» (σελ. 162) Στην ίδια σελίδα, απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Χατζηιωάννου Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων και το κυπριακό, 1976, σελ. 21αναφέρει ότι τα σουλτανικά φιρμάνια που αναφέρονταν στην αναγκαστική μετοίκηση στη Κύπρο αφορούσαν κυρίων «Έλληνες ραγιάδες της Καισαρείας».
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η αναφορά στις δύο κοινότητες γίνεται με τους όρους «‘Έλληνες της Κύπρου» και «Τούρκοι» ακόμα και όταν γίνεται αναφορά σε ιστορικές περιόδους του 20ου πλέον αιώνα (σελ. 191). Φυσικά οι «Τούρκοι» είναι αυτοί που συνεργάζονται με τους Άγγλους αποικιοκράτες «Με τη λειτουργία του Νομοθετικού και την αντιπολιτευτική στάση εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου, οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν τις τουρκικές ψήφους, για να εξουδετερώσουν κάθε ελληνική διεκδίκηση. Από τότε εγκαινιάστηκε μια συνεργασία αποικιοκρατίας και τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία αποδείχθηκε ολέθρια για το νησί» (σελ. 191). Ο τουρκικός πληθυσμός του νησιού εξισώνεται και εξομοιώνεται με τους Άγγλους, γίνεται «ο απόλυτος εχθρός» με όρους Carl Schmitt: «Οι Έλληνες της Κύπρου αγωνίζονταν για να πάψει ο εμπαιγμός σε βάρος τους με την ισοστάθμιση των ψήφων: 9 Έλληνες εναντίον 9 (6 Άγγλων και 3 Τούρκων)
Όταν η εξιστόρηση φτάνει στη δράση της ΕΟΚΑ οι Τουρκοκύπριοι όχι μόνο παρουσιάζονται ως υποστηρικτές της αποικιοκρατίας, αλλά και ενταγμένοι πλέον επίσημα στις δυνάμεις ασφαλείας: «Η τουρκική αντίδραση στον ένοπλο αγώνα, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε έντονη και εκφράστηκε ποικιλότροπα. Κατ’ αρχήν, συνεχίζοντας την παραδοσιακή συνεργασία με τους Άγγλους, πολλοί Τουρκοκύπριοι εντάχθηκαν στις δυνάμεις ασφαλείας του νησιού ως επικουρικοί αστυνομικοί. Παράλληλα οργανώθηκε και κινητοποιήθηκε η μυστική οργάνωση ΤΜΤ, η οποία ευθύνεται για τις βιαιοπραγίες εναντίον των Ελληνοκυπρίων» (σελ. 241).
Οι συμφωνίες της Ζυρίχη-Λονδίνου που σήμαναν την έναρξη του ανεξάρτητου Κυπριακού βίου, «ήταν σκανδαλωδώς ευνοϊκές για τους Τουρκοκύπριους». Εξάλλου αυτό το αναφέρουν και «κάποιοι συνταγματολόγοι και νομικοί» (σελ. 272). Οι δυσκολίες λοιπόν που είχε να αντιμετωπίσει το νεοσύστατο κράτος ήταν προφανείς και δεδομένες καθώς «Οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν μεθοδικά και συστηματικά στην εφαρμογή όλων των ευνοϊκών γι΄αυτούς διαιρετικών προνοιών του συντάγματος, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσλειτουργία του κράτους και δυστοκία στη λήψη αποφάσεων, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη Βουλή. Παράλληλα, προέβαιναν σε μυστικές στρατιωτικές προετοιμασίες, ενώ η ΤΜΤ, τρομοκρατική οργάνωση που ελεγχόταν από εξτρεμιστικά στοιχεία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, προσπαθούσε να φιμώσει ή ακόμα και να και να εξουδετερώσει κάθε τουρκοκυπριακή προοδευτική φωνή, που πίστευε και εργαζόταν για την οικοδόμηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου[14], θεωρώντας τη Ζυρίχη ενδιάμεσο σταθμό, που βοηθούσε τις παραπέρα διεκδικήσεις τους.». Τα παραπάνω καθιστούν την πορεία του κράτους ιδιαίτερα επισφαλή και οδηγούν τον Μακάριο στην πρόταση των «Δεκατριών σημείων» (σελ. 276), η οποία πυροδοτεί την «τουρκοκυπριακή ανταρσία» (σελ. 280). Οι Τουρκοκύπριοι πλέον μετατρέπονται σε ανδρείκελα στα χέρια της Τουρκικής πολιτικής, εγκαταλείπουν τα χωριά τους «που ως τότε ζούσαν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και εγκαθίστανται σε αμιγώς τουρκοκυπριακές περιοχές δημιουργώντας έτσι με τη βοήθεια της ΤΟΥΡΔΥΚ τους έξι τουρκοκυπριακούς θύλακες» (σελ. 281). Όλα αυτά βέβαια βάσει σχεδίου «για να δημιουργηθούν προγεφυρώματα για μελλοντική τουρκική εισβολή» (σελ. 281) Οι Τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις προκλήσεις με αποτέλεσμα τα αιματηρά γεγονότα του 1964 όταν οι Ελληνικές δυνάμεις προσπάθησαν «να εξουδετερώσουν τον προκλητικό και επικίνδυνο θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων που είχε δημιουργηθεί με εμφανή στόχο: τη δημιουργία προγεφυρώματος» (σελ. 283). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αντίδραση των Τούρκων οι οποίοι «για τέσσερις μέρες βομβάρδισαν ανηλεώς και αδιακρίτως την Εθνική Φρουρά αλλά και κατοικημένες περιοχές» (σελ. 284) Ανάλογα παρουσιάζονται και τα γεγονότα της Κοφίνου (14/11/1967): «Τα γεγονότα της Κοφίνου άρχισαν όταν η Εθνική φρουρά και η Αστυνομία εξαπέλυσαν συνδυασμένη επίθεση εναντίον θέσεων Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας.. Στόχος τους ήταν να παρεμποδίσουν τη δημιουργία νέου θύλακα-καντονίου στην περιοχή Κοφίνου-Αγίου Θεοδώρου, όπου ήδη οι Τούρκοι είχαν οργανωθεί και δημιουργούσαν διάφορα προβλήματα στη συγκοινωνιακή αρτηρία Λευκωσίας-Λεμεσού» (σελ. 287). Τα πιο πάνω γεγονότα αναγνωρίζονται ως ατυχής επιλογή της Κυπριακής ηγεσίας, αλλά «σύμφωνα με υπάρχουσες μαρτυρίες έγινε με σύμφωνη γνώμη της ελλαδικής ηγεσίας». Εδώ έχουμε για μια ακόμη φορά τη δαιμονοποίηση του «ξένου παράγοντα», που αυτή τη φορά προσωποποιείται από τη Χούντα των Αθηνών[15], η οποία ευθύνεται ουσιαστικά και για την τουρκική εισβολή, που ακολούθησε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (σελ. 297). Οι Τούρκοι προελαύνουν και νικούν γιατί «βρήκαν μια Κύπρο εντελώς απροστάτευτη και πλήρως αποδιοργανωμένη εξαιτίας του πραξικοπήματος» (σελ. 298) και επειδή «η στρατιωτική τους υπεροπλία ήταν καταφανής». Παρόλα αυτά «δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς έδωσαν σκληρές μάχες εναντίον των εισβολέων. Πολλοί άνδρες της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς έπεσαν πολεμώντας ηρωϊκά στη διάρκεια των δύο φάσεων της Τουρκικής εισβολής» (σελ. 296)[16]
Κλείνοντας αξίζει να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο τελειώνοντας κάνει μια σύντομη παρουσίαση των υπολοίπων κοινοτήτων του νησιού (Λατίνοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι). Δεν παραλείπει να τονίσει τους στενούς δεσμούς αυτών των κοινοτήτων με το ελληνικό στοιχείο, την αποξένωσή τους από τους Τούρκους (sic) και το πόσο υπέφεραν από την εισβολή του 1974, ακολουθώντας τους Έλληνες στο δρόμο της προσφυγιάς (σελ. 312, 315)
Αυτά γράφουν οι γραφειοκράτες της Κύπρου ένθεν και ένθεν. Ϊσως όμως η πραγματική κατάσταση να περιγράφεται καλύτερα από το ποίημα της Τουρκοκύπριας Neshe Yasin

Yordunu sevmeliymiş insan

Yordunu sevmeliymiş insane
Őyle diyor hep babam
Benim yurdum
Ikiye bőlűnműş ortasindan
Hangi yansini
Sevmeli insane

Αγάπα την πατρίδα σου

Την πατρίδα μου να αγαπώ
Έτσι λέει και ο πατέρας μου συχνά
Η δική μου η πατρίδα
Έχει μοιραστεί στα δύο
Ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει να αγαπώ



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πρωτογενείς πηγές:
Vehbi Zeki Serter, Kibris Türk Mücadele Tarihi 2 τόμοι, Λευκωσία 1978 εγκρίθηκε για χρήση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Vehbi Zeki Serter, Kibris Tarihi Λευκωσία 1999, χρησιμοποιείται στο Λύκειο
Ιστορία της Κύπρου Μεσαιωνική-Νεώτερη, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 2001.

Δευτερογενείς πηγές:
Bhabba, Homi K., ed., Nation and Narration, London, Routledge, 1990
McCrone, David, The sociology of nationalism: tomorrow’s ancestors, London, Routledge, 1998.
Flacke, Monika, ed., Mythen der Nationen: ein europaisches Panorama, Munchen: Koehler&Amelang, 1998
Kizilyűrek, Niyazi, Ulus Otesi Kibris, Nikosia, Kassulitis, 1993
Kizilyűrek, Niyazi, Κύπρος: το αδιέξοδο των εθνικισμών, Αθήνα, Μαύρη Λίστα, 1999
Kuhler, Karl-Martin, Nationalismus in Europa, Frankfurt, Moritz Diesterweg, 1972
Lewis, Bernard, The political language of Islam, Chicago, University of Chicago Press, 1988
Κουλλάπης, Λόρης,: Ιδεολογικοί προσανατολισμοί της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης με έμφαση στο μάθημα της ιστορίας στα ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ, Τεύχη 68-70, Αθήνα , Μάρτιος 1999, σελ. 276-296
Ηρακλείδης, Αλέξης,Κυπριακό Σύγκρουση και Επίλυση, Αθήνα, Σιδέρης, 2002


Η Μαρία Γιαννακάκη γεννήθηκε στον Πειραιά το 1969. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική και Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή της Αθήνας και είναι κάτοχος DEA Ιστορίας της Τέχνης από το Paris III-Sorbonne και D.E.S.S του Paris IX- Dauphine στην Πολιτιστική Διαχείριση. Είναι απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης του Τμήματος Ακολούθων Τύπου και υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων
Μιλά γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά, πορτογαλικά και τουρκικά.


Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου πολύτιμες υπήρξαν συζητήσεις που είχα με φίλους Κυπρίους, τους οποίους ευχαριστώ. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η προσφορά των Niyazi
Kizilyűrek και Τάκη Χατζηγεωργίου.


[1] Από τις καθημερινές εφημερίδες, ο «Πολίτης» και η «Αλήθεια» αντιμετώπισαν με θετική προσέγγιση τις εξελίξεις. Η μεγαλύτερη εφημερίδα, «Φιλελεύθερος», εκδηλώθηκε αρνητικά. Μάλιστα, η διεύθυνση της εφημερίδας απαγόρευσε στους συντάκτες της να επιδείξουν τα διαβατήριά τους για να μεταβούν στα κατεχόμενα, ενώ επέλεξε στις πρώτες σελίδες της ιστορίες, σύμφωνα με τις οποίες εκδηλώθηκε ήδη εμπόριο ναρκωτικών και ότι οι Ελληνοκύπριοι που πήγαν στα κατεχόμενα έπαιξαν στα καζίνα. Η «Χαραυγή» του ΑΚΕΛ, ακολουθώντας την πολιτική της κυβέρνησης, ήταν αρνητική, αλλά στη συνέχεια αναθεώρησε τη στάση της. Επικριτική για την τροπή που πήραν οι εξελίξεις ήταν και η εφημερίδα «Σημερινή», που εκφράζει την «εθνικώς αξιοπρεπή» πολιτική στο Κυπριακό, καθώς και η «Μάχη» του Σαμψών, για ευνόητους λόγους. Τα τηλεοπτικά κανάλια ήταν στην αρχή μουδιασμένα και τις πρώτες ώρες που άρχισε η διακίνηση πολιτών από και προς τα κατεχόμενα δεν ήταν παρόντα για να καλύψουν το γεγονός. Οι Τουρκοκυπριακές εφημερίδες χαιρέτησαν το γεγονός, αλλά πολύ γρήγορα άρχισε ο προβληματισμός για το τι θα γίνει μετά, όταν τελειώσει «ο μήνας του μέλιτος» μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Kibris 30/4/2003)

[2] Ανάλογη ρητορική αναπτύσσει ο Ρ. Ντενκτάς με κάθε ευκαιρία βλ. Ο Πολίτης 10/04/2003 «Ακόμη πιο σημαντική τώρα η Κύπρος για την Τουρκία»
[3] Ο συγγραφέας αναφέρεται στον Arif Nihat Asya και στο ποίημα Vatan (Πατρίδα)
[4] Στο κείμενο χρησιμοποιείται η αραβική λέξη “sehit”-η οποία ανήκει στο λεξιλόγιο της Τζιχάντ, ιερού πολέμου στα αραβικά-προσπαθώντας να δώσει ένα «ιερό μήνυμα» στο γεγονός της κατάκτησης της Κύπρου χρησιμοποιώντας την πολιτική γλώσσα του Ισλάμ. Βλ. και Lewis, 1998
[5] McCrone 1998, σελ. 51
[6] Στο κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη mehmetcik, λέξη που στα τουρκικά χρησιμοποιείται όταν θέλουν να δοθεί μία συμπαθητική, τρυφερή και ουμανιστική διάσταση του τουρκικού στρατού.
[7] McCrone p.52
[8] Ανάλογη ρητορική βλέπουμε να αναπτύσσουν οι Τούρκοι στρατιωτικοί στην περίπτωση των Ιμίων βλ. εφημερίδες της 30/1/1996
[9] Για τη διαμόρφωση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού ως αντι-εθνικισμού, δηλαδή ως αντίδραση στην Ένωση Βλ. Κιζιλγιουρέκ 1999, σελ. 63 κ.κ
[10] Στο κείμενο «kötü alişmiş»
[11] Στο όνομα των 80000 νεκρών μαρτύρων αγνοούν το 80% του πληθυσμού, τους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι ζουν σήμερα στην Κύπρο και οι οποίοι από το 1974 στερούνται το βόρειο τμήμα του νησιού. Ανάλογη άποψη είχε διατυπώσει ο Γερμανός ιστορικός Dr. Strauss, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι η Αλσατία-Λωρραίνη είναι Γερμανική γιατί πολλοί Γερμανοί είχαν σκοτωθεί υπερασπίζοντάς την. Βλ. Kϋhner pp 11-12
[12] Κλασσικό παράδειγμα η διένεξη Ισραήλ-Παλαιστινίων όπου το κάθε μέρος ως το 1980 δεν αναγνώριζε τη συλλογική ταυτότητα του άλλου: οι Παλαιστίνιοι ήταν γενικά Άραβες και οι Ισραηλινοί θρησκευτική κοινότητα και αποικιοκράτες Βλ. Ηρακλείδης 2002, σελ.326-7
[13] Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι μόνο μετά το 1974  υπάρχει στα Ελληνοκυπριακά σχολικά εγχειρίδια η αναφορά στις ελληνικές ρίζες των τουρκοκυπρίων (Κουλλάπης 1999, σελ 286)
[14] Προφανώς αναφέρεται στις δολοφονίες των Τουρκοκυπρίων Α. Hikmet και M. Gűrkan στις 23 Απριλίου 1962, ιδιοκτήτη και αρχισυντάκτη της εφημερίδας Cumhuriyet, η οποία κυκλοφόρησε την επαύριο της ανακήρυξης της Κυπριακής ανεξαρτησίας (16/08/1960) και υποστήριζε την συνεργασία και την αρμονική συμβίωση των δύο κοινοτήτων Βλ. Űnlű C Kibrista Basin Olayi [Ο Τύπος στην Κύπρο](1878-1981), (Δεν αναγράφεται ούτε τόπος έκδοσης ούτε ημερομηνία), σ. 113
[15] Επίσης εδώ βλέπουμε για μια ακόμη φορά τον «πατριωτικό μοραλισμό»: η μια μεριά έχει πάντα δίκιο. Ακόμα και όταν γίνονται λάθη υπάρχει μία εξήγηση, η οποία βρίσκεται πέραν ημών.
[16]  Η λογική του ότι ο τόπος ανήκει σε όποιον τον πότισε με το αίμα του. Βλ. σημ. 10