Η «Ευρώπη 2020» αποτελεί μια στοχευμένη
στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς
ανάπτυξη με επιμέρους στόχους για την ενέργεια, την κοινωνική συνοχή,
την εκπαίδευση, την παραγωγικότητα και την απασχόληση.
Οι βασικότεροι στόχοι είναι οι συνδυασμένες δημόσιες και ιδιωτικές
επενδύσεις να φθάσουν στο 3% του ΑΕΠ της ΕΕ, η ανάπτυξη νέων πράσινων
τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής, η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης
στην Ευρώπη, η εγγύηση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των
ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού και η
διασφάλιση οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.
Οι βασικοί συντελεστές για το σχεδιασμό των στρατηγικών στην «Ευρώπη 2020» θα πρέπει να είναι οι αυτοδιοικητικές αρχές όλων των βαθμίδων καθώς αυτές θα είναι που θα υλοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα μέτρα, τις δράσεις και τα προγράμματα που θα επιλεγούν.
Η οικονομική κρίση, όμως, έφερε στην επιφάνεια κρίσιμα προβλήματα χρέους, ύφεσης και ανεργίας με αποτέλεσμα να αποτυπώνονται δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Επιπρόσθετα, οι κυβερνήσεις προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την ουσιαστική μείωση των οικονομικών τους πόρων αναθέτουν και μεταθέτουν ολοένα και περισσότερα αιτήματα, υποχρεώσεις και διεκδικήσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων προς την Αυτοδιοίκηση. Η τάση, λοιπόν, συρρίκνωσης του κεντρικού κράτους σε συσχέτιση με την διογκούμενη οικονομική κρίση διαμορφώνουν αρνητικές επιδράσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σε φάση μετάβασης και αναδιάταξης και εκπονεί πολιτικές για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έρχονται στο προσκήνιο και προκύπτουν από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ισχυρή δημόσια διοίκηση, η ανάληψη νέων ευθυνών και αρμοδιοτήτων από την Αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και θεσμοθέτηση νέων πόρων. Επίσης, στις χώρες αυτές τα προγράμματα διοικητικών μεταρρυθμίσεων και χωροταξικών αναδιαρθρώσεων σχεδιάσθηκαν πριν από την κρίση με αποτέλεσμα να υλοποιούνται αρκετά χρόνια, να αξιολογούνται και να τροποποιούνται ανάλογα. Συνέπεια των προηγουμένων είναι το γεγονός ότι η κρίση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τους Αυτοδιοικητικούς Οργανισμούς στην Ευρώπη αλλά διαθέτουν όλες κείνες τις θεσμικές δυνατότητες και λειτουργίες ώστε να ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής τους.
Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση αντιμετωπίζει κοινά προβλήματα με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα με εκείνες στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας με τη δραματική συρρίκνωση των κεντρικών πόρων προς τους Δήμους αλλά τελευταία και με την Ισπανία όπου μετά τη Βαλένθια και τη Μούρθια ήλθε και η σειρά της Καταλονίας, της πλουσιότερης περιοχή της Ισπανίας, να ζητήσει την υπαγωγή της στον μηχανισμό διάσωσης που έχει δημιουργηθεί από το κεντρικό κράτος.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας διέρχεται ένα ιδιαίτερα κρίσιμο διάστημα όπου διακυβεύεται ο ουσιαστικός της ρόλος να συνεχίσει να ασκεί αποτελεσματικές πολιτικές προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Δυστυχώς, όμως, η περίοδος της κρίσης για τους ΟΤΑ στην Ελλάδα συνέπεσε χρονικά με την εφαρμογή ενός πολύ φιλόδοξου προγράμματος ριζικών αλλαγών στην αρχιτεκτονική της διοίκησης. Η υλοποίηση του Καλλικράτη δεν έχει ακόμη αποφέρει δείγματα ουσιαστικής βελτίωσης στην οργάνωση των Δήμων και προξενεί σημαντικές δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα τους, ιδιαίτερα εκείνων της περιφέρειας.
Η ελληνική αυτοδιοίκηση σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία διαθέτει μια μοναδική ευκαιρία για να υπερβεί τα συσσωρευμένα αδιέξοδα πολλών δεκαετιών: να διεκδικήσει δυναμικά την ουσιαστική αποκοπή της από την κεντρική εξουσία και να κατοχυρώσει την πολιτική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια όπως και την αυθύπαρκτη λειτουργία της. Η Τ.Α. δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται μόνο από τη διοικητικο-πολιτική της πλευρά αλλά, κυρίως, από την κοινωνική, αναπτυξιακή και συμμετοχική της διάσταση. Έτσι μόνο θα γίνει δυνατόν να ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες και να σχεδιάζει πολιτικές ικανές να αλλάξουν το σημερινό τοπίο της κρίσης.
Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση είναι σημαντικό να θέσει ως στρατηγικό στόχο ότι αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα προβλήματα της κρίσης, παράλληλα να ασχοληθεί και με τις προοπτικές που ανοίγονται στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» επηρεάζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές προτεραιότητες.
Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα σημείο από την πρόσφατη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση- μανιφέστο των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν για τη διαμόρφωση του εκλογικού προγράμματος του SPD στις επόμενες γερμανικές εκλογές που αναφέρεται στις ευθύνες για την κρίση αλλά αναδεικνύει και την ανάγκη ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών για την υπέρβασή της: «Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη αποσταθεροποίηση οφείλεται εν πολλοίς στις “εκ των ενόντων” εφαρμοζόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης της κρίσης, που μόλις τώρα άρχισαν να εγγίζουν το ζήτημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών. Το γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια η κρίση αντιμετωπίστηκε με αποσπασματικότητα και προχειρότητα που το μόνο που πέτυχε είναι να χειροτερεύσει τα πράγματα, δείχνει πόσο απουσιάζει η πολιτική δημιουργικότητα. Από την άλλη η ανάγκη για περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πηγάζει μόνο από την τρέχουσα κρίση της ευρωζώνης, αλλά κι από την ανάγκη να παταχθούν οι κακοήθεις πρακτικές και το σκιώδες παράλληλο σύμπαν που έχουν οικοδομήσει κατά μήκος και πλάτος όλης της πραγματικής οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών οι επενδυτικές τράπεζες και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αυτό απαιτεί από τους πολιτικούς μας να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν ξανά τον έλεγχο.
Οι βασικοί συντελεστές για το σχεδιασμό των στρατηγικών στην «Ευρώπη 2020» θα πρέπει να είναι οι αυτοδιοικητικές αρχές όλων των βαθμίδων καθώς αυτές θα είναι που θα υλοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα μέτρα, τις δράσεις και τα προγράμματα που θα επιλεγούν.
Η οικονομική κρίση, όμως, έφερε στην επιφάνεια κρίσιμα προβλήματα χρέους, ύφεσης και ανεργίας με αποτέλεσμα να αποτυπώνονται δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Επιπρόσθετα, οι κυβερνήσεις προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την ουσιαστική μείωση των οικονομικών τους πόρων αναθέτουν και μεταθέτουν ολοένα και περισσότερα αιτήματα, υποχρεώσεις και διεκδικήσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων προς την Αυτοδιοίκηση. Η τάση, λοιπόν, συρρίκνωσης του κεντρικού κράτους σε συσχέτιση με την διογκούμενη οικονομική κρίση διαμορφώνουν αρνητικές επιδράσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σε φάση μετάβασης και αναδιάταξης και εκπονεί πολιτικές για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έρχονται στο προσκήνιο και προκύπτουν από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ισχυρή δημόσια διοίκηση, η ανάληψη νέων ευθυνών και αρμοδιοτήτων από την Αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και θεσμοθέτηση νέων πόρων. Επίσης, στις χώρες αυτές τα προγράμματα διοικητικών μεταρρυθμίσεων και χωροταξικών αναδιαρθρώσεων σχεδιάσθηκαν πριν από την κρίση με αποτέλεσμα να υλοποιούνται αρκετά χρόνια, να αξιολογούνται και να τροποποιούνται ανάλογα. Συνέπεια των προηγουμένων είναι το γεγονός ότι η κρίση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τους Αυτοδιοικητικούς Οργανισμούς στην Ευρώπη αλλά διαθέτουν όλες κείνες τις θεσμικές δυνατότητες και λειτουργίες ώστε να ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής τους.
Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση αντιμετωπίζει κοινά προβλήματα με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα με εκείνες στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας με τη δραματική συρρίκνωση των κεντρικών πόρων προς τους Δήμους αλλά τελευταία και με την Ισπανία όπου μετά τη Βαλένθια και τη Μούρθια ήλθε και η σειρά της Καταλονίας, της πλουσιότερης περιοχή της Ισπανίας, να ζητήσει την υπαγωγή της στον μηχανισμό διάσωσης που έχει δημιουργηθεί από το κεντρικό κράτος.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας διέρχεται ένα ιδιαίτερα κρίσιμο διάστημα όπου διακυβεύεται ο ουσιαστικός της ρόλος να συνεχίσει να ασκεί αποτελεσματικές πολιτικές προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Δυστυχώς, όμως, η περίοδος της κρίσης για τους ΟΤΑ στην Ελλάδα συνέπεσε χρονικά με την εφαρμογή ενός πολύ φιλόδοξου προγράμματος ριζικών αλλαγών στην αρχιτεκτονική της διοίκησης. Η υλοποίηση του Καλλικράτη δεν έχει ακόμη αποφέρει δείγματα ουσιαστικής βελτίωσης στην οργάνωση των Δήμων και προξενεί σημαντικές δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα τους, ιδιαίτερα εκείνων της περιφέρειας.
Η ελληνική αυτοδιοίκηση σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία διαθέτει μια μοναδική ευκαιρία για να υπερβεί τα συσσωρευμένα αδιέξοδα πολλών δεκαετιών: να διεκδικήσει δυναμικά την ουσιαστική αποκοπή της από την κεντρική εξουσία και να κατοχυρώσει την πολιτική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια όπως και την αυθύπαρκτη λειτουργία της. Η Τ.Α. δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται μόνο από τη διοικητικο-πολιτική της πλευρά αλλά, κυρίως, από την κοινωνική, αναπτυξιακή και συμμετοχική της διάσταση. Έτσι μόνο θα γίνει δυνατόν να ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες και να σχεδιάζει πολιτικές ικανές να αλλάξουν το σημερινό τοπίο της κρίσης.
Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση είναι σημαντικό να θέσει ως στρατηγικό στόχο ότι αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα προβλήματα της κρίσης, παράλληλα να ασχοληθεί και με τις προοπτικές που ανοίγονται στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» επηρεάζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές προτεραιότητες.
Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα σημείο από την πρόσφατη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση- μανιφέστο των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν για τη διαμόρφωση του εκλογικού προγράμματος του SPD στις επόμενες γερμανικές εκλογές που αναφέρεται στις ευθύνες για την κρίση αλλά αναδεικνύει και την ανάγκη ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών για την υπέρβασή της: «Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη αποσταθεροποίηση οφείλεται εν πολλοίς στις “εκ των ενόντων” εφαρμοζόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης της κρίσης, που μόλις τώρα άρχισαν να εγγίζουν το ζήτημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών. Το γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια η κρίση αντιμετωπίστηκε με αποσπασματικότητα και προχειρότητα που το μόνο που πέτυχε είναι να χειροτερεύσει τα πράγματα, δείχνει πόσο απουσιάζει η πολιτική δημιουργικότητα. Από την άλλη η ανάγκη για περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πηγάζει μόνο από την τρέχουσα κρίση της ευρωζώνης, αλλά κι από την ανάγκη να παταχθούν οι κακοήθεις πρακτικές και το σκιώδες παράλληλο σύμπαν που έχουν οικοδομήσει κατά μήκος και πλάτος όλης της πραγματικής οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών οι επενδυτικές τράπεζες και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αυτό απαιτεί από τους πολιτικούς μας να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν ξανά τον έλεγχο.