16.1.13

Ομιλία βουλευτού Β Πειραιά της ΔΗΜΑΡ κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου «Οργάνωση και Λειτουργία Ιδρύματος Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης και Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού και άλλες διατάξεις»




Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, καταρχήν θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το παρόν νομοσχέδιο που έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή κινείται προς μια θετική κατεύθυνση, καθώς διαχέεται από το πνεύμα της ποιοτικής αναβάθμισης των λειτουργιών του δημοσίου και εν προκειμένω, θεμάτων που έχουν να κάνουν με την παιδεία.
Ειδικότερα η ρύθμιση της διά βίου μάθησης αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες, αφού επιφέρει μία σχετική εναρμόνιση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά, σημαντικά επιμέρους ζητήματα του σχεδίου νόμου χρίζουν περαιτέρω διερεύνησης και αντιμετώπισης.
Τα επιμέρους θέματα που ρυθμίζονται από το παρόν νομοσχέδιο είναι πολλά και σημαντικά. Η συνένωση του Ινστιτούτου Νεολαίας και του Ινστιτούτου Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων σε ένα νέο ενιαίο θεσμό, όπως και η συγχώνευση του ΕΚΕΠΙΣ και του ΕΚΕΠ σε έναν επίσης νέο και ενιαίο θεσμό κρίνονται θετικά. Υπάρχει πλέον η δυνατότητα ενός ευρύτερου συντονισμού με σημαντικές συνέπειες μακροπρόθεσμα, αν και όπως αναφέραμε και στην Επιτροπή υπάρχουν κάποιες παρατηρήσεις οι οποίες ρυθμίζονται με τη σχετική τροπολογία που έχει κατατεθεί.
Αναφορικά με τη διευρυμένη μοριοδότηση της εισαγωγής αθλητών στα ΑΕΙ της χώρας, με την οποία συμφωνούμε, θα πρέπει να συμβαίνει με όρους που συνυπολογίζουν τη συνεπαγόμενη ενίσχυση του αθλητισμού και την ενδεχόμενη δημιουργία ανισότητας ανάμεσα στα παιδιά που μοριοδοτούνται και σ’ αυτά που ακολουθούν την κανονική διαδικασία.
Η περίπτωση των μετεγγραφών θέτει μεγάλα ζητήματα, τα οποία δεν θα πρέπει να τα εξετάσουμε αυτοτελώς, αλλά υπό το πρίσμα των παρουσών συνθηκών. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι πολλές οικογένειες στερούνται οικονομικών πόρων δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διασφαλίζεται στο ελάχιστο η εύρυθμη λειτουργία των ΑΕΙ.
Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρξουν αντικειμενικοί παράγοντες, κάτω από τους οποίους θα γίνεται επιτρεπτή η μεταγραφή, όπως παραδείγματος χάρη, το εργασιακό καθεστώς των γονέων και όχι μόνο η φορολογική δήλωση. Γιατί μπορεί μια οικογένεια να είχε ένα ποσό το 2010 ή το 2011 και αυτή τη στιγμή ο ένας ή δυστυχώς και οι δυο γονείς να έχουν χάσει την εργασία τους.
Από τη στιγμή που υπάρχει το πλαφόν του 10% στις μεταγραφές ανά τμήμα και το οποίο πρέπει να διατηρηθεί με την έννοια ότι διαφορετικά δεν διασφαλίζεται το εύρυθμο της λειτουργίας των τμημάτων, το να συζητάμε για το οικονομικό όριο που επιτρέπει σε μια οικογένεια να κάνει αίτηση για μεταγραφή, δεν ξέρω κατά πόσο έχει νόημα.
Θα ήθελα να σταθώ περισσότερο όμως στην τροπολογία αναφορικά με το ζήτημα της δυνατότητας πρόσληψης από το ελληνικό δημόσιο ιεροδιδασκάλων για τη διδασκαλία του Κορανίου.
Η Δημοκρατική Αριστερά είναι σταθερά προσηλωμένη στις αρχές εκείνες που διασφαλίζουν τις θρησκευτικές ελευθερίες όλων των Ελλήνων πολιτών αλλά και όλων των διαβιούντων στη χώρα μας σε όποιο θρήσκευμα ή δόγμα και αν ανήκουν, στο πλαίσιο ενός ανεξίθρησκου και κοσμικού κράτους.
Οι θέσεις της Δημοκρατικής Αριστεράς όσον αφορά στο δημόσιο βίο βρίσκονται σταθερά στην απαίτηση για διαχωρισμό εκκλησίας και πολιτείας οπότε και η συγκεκριμένη τροπολογία εξετάζεται από μας υπ’ αυτόν τον όρο.
Οι προτεινόμενες με τη σχετική τροπολογία τροποποιήσεις των άρθρων 36  έως 39 του ν. 3536/2007 έρχονται να αντιμετωπίσουν τα εξής δυο βασικά ζητήματα.
Κατ’ αρχήν, αλλάζει η σύνθεση της επιτροπής επιλογής του άρθρου 38, η οποία πλέον αποτελείται από τον Μουφτή, ο οποίος αναλαμβάνει το ρόλο του προέδρου της επιτροπής, από έναν υπάλληλο του Υπουργείου Παιδείας, ένα μέλος ΔΕΠ ειδικευμένο στις ισλαμικές σπουδές και δυο έγκριτους μουσουλμάνους θεολόγους. Ο πρώτος ορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και ο δεύτερος από τον Μουφτή. Η νέα αυτή σύνθεση έρχεται να αντιμετωπίσει την προβληματική του προαναφερθέντος νόμου αναφορικά με την επιλογή ιεροδιδασκάλων για τη διδασκαλία του Κορανίου από μέλη μη μουσουλμάνους στο θρήσκευμα. Η αλλαγή αυτή, όμως, κρίνεται επιφανειακή, δεδομένου ότι εκ των τριών συμμετεχόντων μουσουλμάνων της επιτροπής ο Μουφτής διορίζεται από την πολιτεία, ενώ ο ένας μουσουλμάνος θεολόγος διορίζεται από τον Μουφτή, άρα, εμμέσως και αυτός από την πολιτεία.
Ένας τέτοιος θεσμός δεν δύναται να ελέγχεται από την ελληνική πολιτεία, ένας έλεγχος που είναι εμφανής και από τη διάρκεια των σχετικών συμβάσεων, οι οποίες δεν μπορούν να ξεπερνούν τους εννέα μήνες.
Προβλέπεται ότι οι συγκεκριμένοι ιεροδιδάσκαλοι πέραν της διδασκαλίας του Κορανίου στα τεμένη της Θράκης, θα μπορούν να διδάσκουν το Κοράνι και σε δημόσια σχολεία εκτός ωραρίου προγράμματος σπουδών, εφόσον εκδηλωθεί το ανάλογο ενδιαφέρον από την πλευρά των μαθητών. Η συγκεκριμένη ρύθμιση δημιουργεί απευθείας καθεστώς ανισότητας μεταξύ των επιλεγομένων ιεροδιδασκάλων και των λοιπών δασκάλων στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η επιλογή όσων θα διδάξουν το Κοράνιο θα πρέπει να γίνει με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο που εξασφαλίζει μια διαφανή και αξιοκρατική διαδικασία. Η αντικατάσταση των αντικειμενικών διαδικασιών, όπως προβλέπεται στον ΑΣΕΠ, με τη διάτρητη διαδικασία επιλογής από μια επιτροπή, δέσμια υποκειμενικών κριτηρίων, μας βρίσκει φυσικά αντίθετους. Η προτεινόμενη διαδικασία αντανακλά μια πολιτική νοοτροπία που ίσχυε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και την οποία έχουμε δεσμευθεί να αλλάξουμε.
Επιπροσθέτως, ο διάτρητος χαρακτήρας της διαδικασίας ενδέχεται να δημιουργήσει μια περιβάλλουσα δυσπιστία απέναντι στο θεσμό του ιεροδιδάσκαλου με αποτέλεσμα την απαξίωσή του.
Κατόπιν των ανωτέρω και σε ό,τι έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη τροπολογία, είμαστε αντίθετοι τόσο στη συνολική φιλοσοφία που τη διέπει όσο και στις επιμέρους τροποποιήσεις.
Συνοψίζοντας, η τροπολογία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις μας. Αφ’ ενός προωθείται μια νοοτροπία, την οποία προσπαθούμε σαν κράτος να αποβάλουμε δεδομένου του αδιαφανούς χαρακτήρα αυτής και αφ’ ετέρου, όπως προανέφερα, η θέση μας για μη ανάμειξη της πολιτείας σε θέματα θρησκευτικής πίστης είναι πάγια. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος επιβολής των προσώπων που θα διδάξουν το Ευαγγέλιο ή το Κοράνιο στους αντίστοιχους θρησκευτικούς χώρους από το κράτος. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι στην ευχέρεια των πιστών κάθε θρησκείας και σε κανέναν άλλον.
            Σας ευχαριστώ.