17.1.13

Ομιλία για το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους απόρους



Ομιλία στην κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων και της ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων με θέμα την Εξέταση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους 
Η οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη σπρώχνει όλο και μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών της στα πρόθυρα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε στις 3 Δεκεμβρίου η Eurostat, πάνω από 24% του πληθυσμού της ΕΕ το 2011 βρισκόταν κάτω του ορίου της φτώχειας.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την Επίτροπο της ΕΕ σε θέματα απασχόλησης "Περισσότερο από το 27% των παιδιών στην ΕΕ, βρίσκονται σε κίνδυνο από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό του συνολικού πληθυσμού".

Ο μέσος όρος του δείκτη φτώχειας στην ΕΕ αυξήθηκε 1% σε σχέση με το 2010, όταν και ξεκίνησε το κοινοτικό πρόγραμμα «Ευρωπαϊκό έτος καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Θα πρέπει φυσικά να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο μέσος όρος λειτουργεί παραπλανητικά. Στα στατιστικά στοιχεία της Eurostat εμφανίζονται αποτελέσματα τα οποία αφορούν, ως επί τω πλείστω, σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και σε άτομα τα οποία βρίσκονται επιβεβαιωμένα κάτω του ορίου της φτώχειας. Αν, όμως,  συνυπολογίσουμε την μικρομεσαία τάξη, η οποία ομολογουμένως δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και η οποία βρίσκεται οριακά άνω του εν λόγω ορίου, τότε δυστυχώς, θα διαπιστώσουμε πως η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη.

Όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του κανονισμού, το προαναφερθέν πρόγραμμα για την καταπολέμηση της φτώχεια του 2010, συνολικού προϋπολογισμού € 26 εκατ., είχε ως στόχο την ανανέωση των πολιτικών δεσμεύσεων των κρατών μελών, στο να συμβάλλουν στην αναστροφή της αρνητικής αυτής τάσης. Ο σκοπός του παρόντος είναι να αναδιαρθρώσει το ισχύον πλαίσιο, δεσμεύοντας περίπου € 2,5 δισ. από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, διατιθέμενα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, με προγραμματισμό επταετίας. Τα κράτη μέλη θα καταβάλλουν το 15% των δαπανών στα αντίστοιχα εθνικά προγράμματά τους, με το ταμείο της ΕΕ να καλύπτει το υπόλοιπο ποσό.

Το πρώτο σημείο που αξίζει να σταθούμε, είναι στην αιτία ανάληψης της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. Αφενός, υπάρχει η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, με αύξηση της ανεργίας και μείωση της παραγωγής, αφετέρου η μετουσίωση του, έως σήμερα, ισχύοντος, προγράμματος υστερεί. Αναφορικά με την οικονομική παραγωγή και δη με την αγροτική, όπως διαφαίνεται και από την έκθεση της Επιτροπής η απόδοση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με τον χρονίως διαστρεβλωτικό χαρακτήρα, παρουσιάζεται αβέβαιη και μειούμενη. Επομένως, οι όποιες σχετικές προβλέψεις είναι κενές περιεχομένου και θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν βάσει ενός ρυθμιστικού πλαισίου της ΚΑΠ, η αναδιαμόρφωση του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ένα δεύτερο, και ενδεχομένως πιο σημαντικό σημείο, αφορά στον προτεινόμενο τρόπο αντιμετώπισης της φτώχειας εκ μέρους της ΕΕ. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στοχεύει στο σύμπτωμα και σε καμία περίπτωση στην αιτία των συγκεκριμένων συνθηκών, μία παρατήρηση η οποία αναφέρθηκε και στο Σουηδικό Κοινοβούλιο.

Τα αυξημένα ποσοστά φτώχειας είναι αποτέλεσμα της πτώσης της εγχώριας παραγωγής και κατ’επέκταση της ανεργίας. Μία πολιτική η οποία στοχεύει στην κοινωνική συνοχή σε Ευρωπαϊκό επίπεδο θα έπρεπε να αφορά σε πιο δραστικούς παράγοντες, που εν δυνάμει λειτουργούν αντισταθμιστικά στις δυναμικές αποσάθρωσης.

Ο πιο δυναμικός παράγοντας ο οποίος μπορεί να αντιμετωπίσει τόσο την μειωμένη οικονομική δραστηριότητα, όσο και τις φυγόκεντρες κοινωνικές δυνάμεις, είναι η απασχόληση.

Μία κοινωνική πολιτική με μακροπρόθεσμους στόχους, οφείλει να στοχεύει στην αύξηση της απασχόλησης, ως αναπτυξιακό μέτρο, ως μέτρο μείωσης της φτώχειας, καθώς και ως μέτρο που θα εξισορροπήσει τις ανισότητες σε διακρατικό επίπεδο εντός ΕΕ.

Επιπλέον, τίθεται  και ένα ηθικό ζήτημα αφού είναι σαφώς προτιμότερο για τους δικαιούχους του προγράμματος, η προσφορά εργασίας από οποιαδήποτε άλλη παροχή αφού κατά αυτόν τον τρόπο δεν θίγεται η αξιοπρέπειά τους.

Τα ανωτέρω, φυσικά, δεν έχουν σκοπό να κρίνουν τον σκοπό του εν θέματι κανονισμού αλλά να αναδείξουν τον ουσιαστικό τρόπο μείωσης της φτώχειας. Έναν στόχο που πρέπει να προωθήσουμε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η συμβολή της προωθούμενης πολιτικής στην αντιμετώπιση της υλικής στέρησης των συμπολιτών μας είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά πρέπει να λάβει χώρα σε ένα ευρύτερο συντονιστικό πλαίσιο και όχι αυτοτελώς.

Ευρύτερος συντονισμός θα πρέπει να υπάρξει, επίσης, και στον τρόπο που θα διαχειριστεί το εν λόγω πρόγραμμα η Ελληνική Πολιτεία.

Τόσο στο ερευνητικό κομμάτι για την εκπόνηση της Ελληνικής προτάσεως, η οποία θα εγκριθεί από την Επιτροπή για την αποδέσμευση των σχετικών κονδυλίων, όσο και στο διαχειριστικό κομμάτι και στους δειγματοληπτικούς ελέγχους, η προσπάθεια του Ελληνικού Κράτους θα πρέπει να συνεπικουρείται από ΜΚΟ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου.

Η πολιτεία θα πρέπει να εκμεταλλευθεί την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ΜΚΟ ούτως ώστε η απορρόφηση των κονδυλίων και η διανομή τους να είναι η καλύτερη δυνατή.

Τέλος, σκόπιμο είναι να διασαφηνισθεί εκ μέρους της Επιτροπής εάν τα συγκεκριμένα ποσά που διατίθενται για την υλοποίηση του προγράμματος, θα έχουν σαν συνέπεια την μείωση αντίστοιχων κονδυλίων από κάποιο άλλο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ούτως ώστε να είναι δυνατή μία σύγκριση οφέλους μεταξύ των δύο προγραμμάτων.